προσομοιῶν — προσομοιάζω to be like fut part act masc voc sg προσομοιάζω to be like fut part act neut nom/voc/acc sg προσομοιάζω to be like fut part act masc nom sg (attic epic ionic) προσομοιόω compare pres part act masc voc sg (doric aeolic) προσομοιόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσομοιάζουσα — προσομοιάζω to be like pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτνιάζω — (AM γειτνιάζω) 1. είμαι γείτονας κάποιου 2. προσομοιάζω, είμαι παραπλήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακτεταμένος τ. τού γειτνιάω, ώ*] … Dictionary of Greek
παραφέρνω — 1. φέρνω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει, κουβαλώ υπερβολικά, παρακουβαλώ 2. παρομοιάζω κάτι με κάτι άλλο κατά λάθος («σέ παράφερα με έναν φίλο μου, αλλά έπεσα έξω») 3. (αμτβ.) προσομοιάζω, μοιάζω κάπως με κάποιον ή με κάτι άλλο («ο χαρακτήρας… … Dictionary of Greek
πλησιάζω — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατιάζω [πλησίος] 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, προσεγγίζω («πλησιάζω το χέρι μου στη φωτιά») 2. έρχομαι κοντά, σιμώνω, ζυγώνω 3. είμαι, βρίσκομαι κοντά 4. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι (α. «αυτός δεν πλησιάζει γυναίκα» β. «τῇ … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσμοιάζω — Ν βλ. προσομοιάζω … Dictionary of Greek
προσομοιώνω — προσομοιῶ, όω, ΝΜΑ [προσόμοιος] (μτβ.) αποδίδω σε κάποιον ή σε κάτι σχετική ομοιότητα με άλλον ή με κάτι άλλο, παρομοιάζω αρχ. (αμτβ.) 1. είμαι προσόμοιος, προσομοιάζω 2. παριστάνω στην τέχνη … Dictionary of Greek
προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… … Dictionary of Greek
προσμοιάζω — και προσομοιάζω 1. μτβ., θεωρώ κάποιον κάπως όμοιο με άλλον. 2. αμτβ., μοιάζω κάπως με άλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)